λυτρώνομαι

λυτρώνομαι
λυτρώνομαι, λυτρώθηκα, λυτρωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… …   Dictionary of Greek

  • γλύω — και γλυώ (Μ γλύω) γλυτώνω, σώζω κάποιον νεοελλ. γλυτώνω, λυτρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκλύω, με αποβολή τού ε και ανομοιωτική τροπή τού κ σε γ (πρβλ. εκλιστρώ γλιστρώ)] …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • γλιτώνω — γλίτωσα, γλιτωμένος 1. μτβ., σώζω, λυτρώνω, απαλλάσσω κάποιον: Γλίτωσα χάρη σ’ έναν εξαιρετικό γιατρό. 2. αμτβ., απαλλάσσομαι, λυτρώνομαι από κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό: Γλίτωσε τη φυλακή γιατί δε βρέθηκαν μάρτυρες κατηγορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”